σκύλο

σκύλο
το / σκῡλον, ΝΑ
καθετί που διαρπάζεται από σκοτωμένο στρατιώτη, προϊόν σκύλευσης («τὰς πτέρυγας... τῇ Νίκῃ φορεῑν ἔδοσαν... σκῡλον ἀπὸ τῶν πολεμίων», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκῡλα
τα όπλα που αφαιρούνται από σκοτωμένο εχθρό, λάφυρα («Πέρσεις τε Τροίαν, σκῡλά τ' εἰς μέλαθρα τὰ σὰ πέμψεις», Σοφ.)
2. φρ. «σκῡλα γράφω» — αναγράφω το όνομά μου πάνω στα όπλα σκοτωμένου εχθρού που πήρα ως λάφυρα και τα οποία πρόκειται να αφιερώσω σε έναν θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά τη συνηθέστερη άποψη, ο τ. συνδέεται με τα σκῦτος* «δέρμα» και ἐπισκύνιον* «το δέρμα τού μετώπου πάνω από τα φρύδια», γεγονός που γεννά σημασιολογικές δυσχέρειες. Πιο πιθανή, ωστόσο, φαίνεται η σύνδεση τού τ. με τα σκύλος «δέρμα ζώου», σκύλλω «ξεσκίζω, καταστρέφω». Κατ' άλλη άποψη, τέλος, ο τ. συνδέεται με το σημασιολογικά συγγενές σῦλον*, ενώ η σχέση παραγωγής είναι είτε σκῦλον < σῦλον κατ' επίδραση του σκῦτος είτε σῦλον < σκῦλον με απλοποίηση του σκ- >ξ-> σ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοπρόσκυλο — το 1. σκυλί που ζει στη βρομιά, που δεν είναι ράτσας και γυρίζει αδέσποτο, κοπρίτης 2. (για πρόσ.) μτφ. οκνηρός, τεμπέλης, τεμπελόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + σκυλο (< σκυλί), πρβλ. κυνηγό σκυλο, τεμπελό σκυλο] …   Dictionary of Greek

  • κυνώδης — κυνώδης, ῶδες (Α) [κύων] 1. αυτός που μοιάζει με σκύλο, που έχει όψη ή ιδιότητες σκύλου («πιθηκόμορφοι καὶ κυνώδεις δαίμονες», Γρηγ. Ναζ.) 2. αυτός που ανήκει, αναφέρεται, αρμόζει ή προσιδιάζει σε σκύλο, σκυλήσιος («κυνώδης ὄρεξις», Γαλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κυνικός — ή, ό (AM κυνικός, ή, όν) [κύων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε σκύλο ή μοιάζει με σκύλο («τὸ κυνικὸν καὶ θηριῶδες τῶν ὀρέξεων κατέχειν», Πλούτ.) 2. αυτός που προέρχεται από τον αστερισμό τού Κυνός («κυνικά καύματα») 3. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… …   Dictionary of Greek

  • προσκνυζώμαι — άομαι, Α 1. (για σκύλο) σκιρτώ μπροστά σε κάποιον κουνώντας την ουρά και γαυγίζοντας σιγανά 2. μτφ. (για άνθρωπο) κολακεύω («πολλὰ τοῑς ποσὶ τῆς Ἀρσάκης προσκνυζομένη, καὶ παντοίαις κολακείαις ἐξειπεῑν τὸ πάθος ἐπαγομένη», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • εξαρτημένο ανακλαστικό — Όρος που υποδηλώνει τη δυνατότητα δημιουργίας περιβαλλοντολογικών συνθηκών, ικανών να ωθήσουν τα άτομα στην εκμάθηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Στην καθημερινότητα παρατηρούνται διάφορες μορφές συμπεριφοράς, στη βάση των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • Ηρακλής — I Μυθολογικός ήρωας. Η φήμη του κάλυπτε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο· θεωρείται ενσάρκωση της ίδιας της ιδέας του ήρωα. Στον Η. πραγματικά συγκεντρώνονται όλα τα χαρακτηριστικά (μυθικά και πολιτιστικά) της ηρωικής υπόστασης: θεϊκή γέννηση, ανατροφή …   Dictionary of Greek

  • Κουρμπέ, Γκιστάβ — (Gustav Courbet, Ορνάν, Γαλλία 1819 – Λα Τουρ ντε Πελζ, Ελβετία 1877). Γάλλος ζωγράφος. Στην Ορνάν, όπου ξεκίνησε τις σπουδές του, συνδέθηκε φιλικά με τον Μαξ Μπισόν. Αργότερα, γράφτηκε στο κολέγιο της Μπεζανσόν (1837) και μελέτησε σχέδιο με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”